θυέστειος

θυέστειος
θυέστειος, -εία, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θυέστη («θυέστεια ῥάκη», Αριστοφ.)
2. φρ. «θυέστειον δεῑπνον» — το δείπνο κατά το οποίο ο Ατρέας προσέφερε στον αδελφό του Θυέστη φαγητό παρασκευασμένο από τις σάρκες τών παιδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θυέστης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυέστειος — α, ο στη φρ., «θυέστεια δείπνα», δείπνο που πρόσφερε ο Ατρέας στο Θυέστη (του έδωσε να φάει τις σάρκες των παιδιών του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θυεστείων — Θυέστειος of Thyestes fem gen pl Θυέστειος of Thyestes masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυέστειον — Θυέστειος of Thyestes masc acc sg Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυεστείην — Θυέστειος of Thyestes fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυεστείους — Θυέστειος of Thyestes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυέστεια — Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”